-
1 επιθετος
2[adj. verb. к ἐπιτίθημι См. επιτιθημι]1) прибавленный, приложенныйὄνομα ἐπίθετον Plut. — эпитет, прозвище
2) присвоенный, захваченный(ἐξουσία Plut.)
3) привозной, заимствованный, иноземный(ἑορταί Isocr.; ἀγωνίσματα Plut.)
4) (благо)приобретенный(τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μὲν κοιναί εἰσιν, αἱ δ΄ ἐπίθετοι Arst.)
ἐπίθετα τῇ φύσει κακά Men. — пороки приобретенные, а не врожденные5) поддельный, искусственный(κόσμοι Plut.)
-
2 ευπροσωπος
21) красивый (лицом), миловидный(μειράκιον Arph.; νεανίσκος Plat.)
2) красивый, изящный(ἐπίθετα Plut.)
3) досл. с радостным лицом, перен. радостный, приветливый(φροίμια Eur.)
ἦ πού με δέξαιτ΄ ἂν εὐ. ; Soph. — радостно ли он примет меня?4) (с виду) благопристойный, приличный(λόγοι Dem.; νομοθεσία Arst.)
ὑπεκρίναντο οὕτω εὐπρόσωπα Her. — таков был внешне корректный ответ (керкирян) -
3 κατακορης
21) густой, темный, насыщенный(χρῶμα Sext.)
μέλαν κατακορές Plat. — густо-черный цвет2) чрезмерный, преувеличенный(τὰ ἐπίθετα Arst.; ἱερουργία Plut.)
3) неумеренный, излишний(παρρησία, συνουσία Plat.; ἡδοναι Plut.)
4) не знающий меры(γυναικῶν γένος Polyb.)
-
4 κοσμητικός
η, ό[ν]1) служащий для украшения; декоративный; 2) косметический;§ κοσμητικά επίθετα — эпитеты
-
5 παραθετικός
η, ό[ν] грам. 1. сравнительный;2. грам.:τα παραθετικά (επίθετα) — степени сравнения
См. также в других словарях:
ἐπίθετα — ἐπίθετον additional neut nom/voc/acc pl ἐπίθετος additional neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθέτας — ἐπιθέτᾱς , ἐπιθέτης plotter masc acc pl ἐπιθέτᾱς , ἐπιθέτης plotter masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίθετ' — ἐπίθετα , ἐπίθετον additional neut nom/voc/acc pl ἐπίθετα , ἐπίθετος additional neut nom/voc/acc pl ἐπίθετε , ἐπίθετος additional masc/fem voc sg ἐπίθετε , ἐπιτίθημι lay aor imperat act 2nd pl ἐπίθεται , ἐπιτίθημι lay aor subj mid 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek